- δυσαίων
- δυσαίων, ο, η (Α)δυστυχισμένος («δυσαίων αἰών» — άθλια ζωή).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δυσαίων — δυσᾱίων , δυσαής ill blowing masc/fem/neut gen pl (doric) δυσαίων most miserable masc/fem nom/voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσαίωνος — δυσαίων most miserable masc/fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιώνας — ο (Α αἰών, ο και η) 1. μεγάλο, απεριόριστο χρονικό διάστημα, στο παρελθόν ή στο μέλλον, μακριά σειρά ετών, χρόνια και χρόνια (στα νεοελλ. και μτφ. ή και για δήλωση υπερβολής) 2. φρ. «απ αιώνος», από ακαθόριστο χρόνο στο παρελθόν, από πολύ παλιά… … Dictionary of Greek
μεσαίωνας — Ονομάζεται γενικά Μ. η περίοδος της ευρωπαϊκής ιστορίας, που ορίζεται από την κατάλυση της Δυτικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας (476) και την ανακάλυψη της Αμερικής (1492). Σχετικά με τη χρονολογική οροθέτηση του Μ. έχουν υποστηριχθεί και άλλες απόψεις … Dictionary of Greek